μυσαρώνυμος

μυσαρώνυμος
μυσαρώνυμος, -ον (Μ)
αυτός τού οποίου το όνομα προκαλεί αποστροφή, βδελυγμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. κοπρ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”